- ἁμαξιτούς
- ἁμαξιτόςibomasc/fem acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
αμαξεύω — ἁμαξεύω (AM) [άμαξα] 1. διασχίζω έναν τόπο με αμάξι 2. είμαι αμαξηλάτης, οδηγώ άμαξα 3. παθ. (για χώρα) διασχίζομαι από αμαξιτούς δρόμους … Dictionary of Greek
Αλάσκα — (Alaska). Χερσόνησος της Bόρειας Αμερικής, που εκτείνεται προς τη βορειοανατολική Ασία, από την οποία τη χωρίζει ο πορθμός του Μπέρινγκ (ή Βερίγγειος). Μαζί με τις Αλεούτες νήσους αποτελεί πολιτεία (1.477.268 τ. χλμ., 634.892 κάτ. το 2001) των… … Dictionary of Greek
Λίμερικ — (ιρλανδ. Luimneach, αγγλ. Limerick). Πόλη (54.058 κάτ. το 2002) της Δημοκρατίας της Ιρλανδίας και πρωτεύουσα της ομώνυμης κομητείας (2.686 τ. χλμ., 175.529 κάτ.). Η πόλη είναι χτισμένη στην αριστερή όχθη του ποταμού Σάνον, στην αρχή του μακρού… … Dictionary of Greek